- αγοραστός
- -ή, -όαγορασμένος: Το σπίτι που βλέπεις είναι αγοραστό, όχι κληρονομιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγοραστός — bought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραστός — ή, ό (Α ἀγοραστός, ή, ὸν) [ἀγοράζω] αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ έξω) … Dictionary of Greek
αγόραστος — η, ο ο μη αγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγοραστός, όπου το αρχικό α θεωρήθηκε στερητικό με τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ἀγοραστόν — ἀγοραστός bought masc acc sg ἀγοραστός bought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστούς — ἀγοραστός bought masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστή — ἀγοραστός bought fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστά — ἀγοραστά̱ , ἀγοραστής the slave who had to buy masc nom/voc/acc dual ἀγοραστής the slave who had to buy masc voc sg ἀγοραστής the slave who had to buy masc nom sg (epic) ἀγοραστός bought neut nom/voc/acc pl ἀγοραστά̱ , ἀγοραστός bought fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Плагис, Яннис — Яннис Плагис греч. Γιάννης Αγοραστός Πλαγής … Википедия
χρυσαγόραστος — η, ο, Ν αυτός που αγοράζεται με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αγοραστός (< αγοράζω), πρβλ. ακριβ αγόραστος] … Dictionary of Greek
ἀγοραστῶν — ἀγοραστής the slave who had to buy masc gen pl ἀγοραστός bought fem gen pl ἀγοραστός bought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)